- μεθάλλομαι
- μεθάλλομαι (Α)1. (για πολεμιστές) ορμώ κατεπάνω, εφορμώ, χυμάω («οὔτασε... μετάλμενος ὀζέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.)2. (για αθλητικό αγώνα) πηδώ ή τρέχω πίσω από κάποιον άλλο («οὐκ ἔσθ' ὃς κὲ σ' ἕλησι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ»Ομ. Ιλ.)3. (ειδικά από πλοίο σε πλοίο) πηδώ από ένα σε άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἅλλομαι «ορμώ, χυμώ, πηδώ»].
Dictionary of Greek. 2013.